- ἑτεροούσιος
- ἑτεροούσιοςdiffering in substancemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεροούσιος — και ετερούσιος, ο (ΑΜ ἑτερούσιος, ον) 1. αυτός που διαφέρει ως προς την ουσία ή τη φύση, ο μη ομοούσιος 2. φρ. «ετερούσιον δόγμα» το δόγμα τῶν Αρειανιστών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι στην Αγία Τριάδα ο Υιός είναι διαφορετικός από τον Πατέρα ως… … Dictionary of Greek
ἑτεροουσίως — ἑτεροούσιος differing in substance adverbial ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροούσιον — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem acc sg ἑτεροούσιος differing in substance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροουσίοις — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροουσίου — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροουσίους — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροουσίων — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροουσίῳ — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροούσια — ἑτεροούσιος differing in substance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροούσιοι — ἑτεροούσιος differing in substance masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)